Τον λέγαν Σίμο. Ζούσε σε ένα μισό σπίτι, έτρωγε το μισό φαγητό του και μισοέδενε τα κορδόνια του. Άκουγε πάντα τα μισά από όσα του έλεγαν και διάβαζε τη μισή εφημερίδα. Η βενζίνη στο αυτοκίνητο ήταν πάντα στο μισό και ο καφές του μισοέφτανε για να ξυπνήσει. Όταν μεγάλωσε και γέρασε αρκετά, αναλογιζόταν πόσο γρήγορα πέρασε η μισή ζωή του. Καθισμένος στο μισό καναπέ, μισοέπινε το τσάι του και κοίταζε τον εαυτό του στη μισή φωτογραφία στο σερβάν. Σηκώθηκε και μισοέψαξε τα συρτάρια. Βρήκε την άλλη μισή. Κοίταξε τη γυναίκα στη φωτογραφία και μουρμούρισε: «Σε μισώ».
Την τσαλάκωσε και την πέταξε στο αναμμένο τζάκι. Ανακουφισμένος, βολεύτηκε σε ολόκληρο τον καναπέ και προσπάθησε να πιεί για πρώτη φορά ολόκληρο το τσάι του.
Commentaires